- υπεκκαύστρια
- ἡ, Α(για ιέρεια τής Αθηνάς στους Σόλους) αυτή που ανάβει από κάτω φωτιά, ιδίως για θυσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεκκαυσ- τού ὑπεκκαίω (πρβλ. ὑπέκκαυσ-ις) + κατάλ. -τρία (πρβλ. κτίσ-τρια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεκκαύστρια — she who lights a fire underneath fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)